- προειρηνεύω
- προειρηνεύω,A pacify beforehand, J.BJ3.1.2, 4.8.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προειρηνεύω — Α 1. επιφέρω ειρήνη προηγουμένως 2. καθησυχάζω, καταπραΰνω κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰρηνεύω «φέρνω την ειρήνη, συμφιλιώνω»] … Dictionary of Greek
προειρηνεύσαντα — προειρηνεύω pacify beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειρηνεύσας — προειρηνεύσᾱς , προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)